Sunday, April 24, 2016

ΚΟΙΤΑ ΜΗ ΦΑΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ





       
Πάει και η σαρακοστή. Τη φάγαμε!. Με νηστεία η... χωρίς.

Κοντεύει η πιο μεγάλη εβδομάδα. Η εβδομάδα των παθών, του λυτρωτικού ανήφορου στο Γολγοθά, της Σταύρωσης, της φωτοδότριας Ανάστασης που το ανέσπερο φως της φωτίζει  τις ελπίδες και γιατρεύει τον πόνο και τα δάκρυα κάθε Χριστιανού.
 
Το Πάσχα για όλους τους ανθρώπους είναι γεμάτο από αναμνήσεις. Νοσταλγικά πετάγματα της μνήμης -που σαν τα χελιδόνια- επιστρέφει στα πιο ευλογημένα λημέρια της. Στα νεανικά στα όμορφα χρόνια. Γεμάτη από νοήματα η κάθε ξεχωριστή ημέρα αυτής της Μεγάλης Εβδομάδας. Υπομονή, Πίστη, Μετάνοια, Ταπείνωση, Συγχώρεση.
 
 

Ήταν Μ. Σάββατο.
Κοίτα μη φας δεν κάνει, μου είπε η Μάννα μου και μου έδωσε ένα σακουλάκι που ήταν υφαντό στον αργαλειό να το πάω στην κουμπάρα μας την Χαρίκλεια. Ο Πατέρας μου είχε βαφτίσει την κόρη της. Δεν ήταν έθιμο ( του χωριού ) ήταν συνήθεια τέτοιες χρονιάρες ( γιορτινές ) μέρες οι νοικοκυρές να φιλεύουν η μια την άλλη, κουραμπιέδες, κόκκινα αυγά, κουλουράκια κ.λπ.

Το σπίτι της κουμπάρας βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Δεν πήγα από τον κεντρικό δρόμο, αλλά από παραδρόμια για να φτάσω γρήγορα. Ήξερα τι είχε μέσα το σακούλι αλλά δεν το πείραξα...<< Κοίτα μη φας δεν κάνει>> μου είχε πει η Μάννα μου. 

Η κουμπάρα ήταν σπίτι και με καλοδέχτηκε.

Της παρέδωσα το ...πακέτο, με κέρασε ένα λουκουμάκι, έβαλε κι αυτή στο σακούλι οτι είχε φτιάξει για το Πάσχα και γύρισα από τον ίδιο δρόμο.
Η επιστροφή ήταν δύσκολη γιατί ο δρόμος ήταν ανηφορικός. Στη μέση της διαδρομής κάθισα σε μια κοτρόνα να πάρω μια ανάσα. Άφησα το σακούλι κάτω  κι εκείνο για κακή μου τύχη άνοιξε στο πάνω μέρος και είδα τα κουλουράκια που είχε βάλλει η κουμπάρα. Πασχαλινά, μοσχομυριστά κουλουράκια!!.
 
                               
 

Όταν άρχιζε η σαρακοστή, οπωσδήποτε νηστεύαμε το  κρέας ( όχι οτι αν δεν ήταν σαρακοστή θα τρώγαμε ) όχι  όμως το  λάδι. Την Μ. Εβδομάδα το νηστεύαμε κι αυτό. Βέβαια δεν είχαμε τις εναλλακτικές λύσεις που έχουμε σήμερα, σπορέλαια, θαλασσινά και τόσα άλλα. Τότε, τη μια μέρα φακές αλάδωτες, την άλλη φασόλια. Τη μια φορά ψωμί κι ελιές, την άλλη μπορεί να βρισκόταν και λίγος χαλβάς. Ο χαλβάς ήταν είδος πολυτελείας γιατί έπρεπε να τον αγοράσουμε. Τον έκοβε η Μάννα σε ίσια κομμάτια για όλους μας, αλλά εμείς γκρινιάζαμε οτι μας αδίκησε, μπας και μας δώσει λίγο ακόμα.
Τι να κάνει κι αυτή η Μάννα!!. Εννέα στόματα είχε να χορτάσει.

Από το ανοιχτό σακούλι με <<πήρε>> μια γλυκιά μυρωδιά.  Η πείνα όλης της εβδομάδος ήταν αβάσταχτη. Δεν άντεξα. Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Έβαλα το χέρι έπιασα ένα κουλούρι και το έφαγα.  Είχε περάσει πολύ ώρα από τότε που μου είπε η Μάννα μου... κοίτα μη φας δεν κάνει.

Δεν χόρτασα... Θα έπρεπε να φάω οτι είχε μέσα το σακούλι για να χορτάσω την πείνα μου. Αντί να βάλω το χέρι να πάρω άλλο ένα....έβαλα τα κλάματα. Όχι επειδή αμάρτησα, αλλά επειδή δεν άντεξα στον πειρασμό.
 
Τα έβαλα με τον εαυτό μου. Ότι είχα καταφέρει όλη την εβδομάδα γκρεμίστηκε σε ένα λεπτό. Λίγες ώρες είχαν απομείνει μέχρι τα μεσάνυχτα όπου μετά την εκκλησία θα καθόμαστε στο τραπέζι για την μαγειρίτσα και όλα τα καλά που είχε ετοιμάσει η Μάννα.
Θυμάμαι οτι έκλαψα πολύ!.

Μετά με έπιασε φόβος μήπως η κουμπάρα πει στη Μάννα μου πόσα κουλούρια είχε στο σακούλι και προδοθώ.
Δίπλα στην πέτρα που είχα καθίσει, περνούσε ένα ρεματάκι με νερό. Έπλυνα τα χέρια μου, το πρόσωπο μου, τίναξα τα ρούχα μου δεν ήθελα να μείνει ούτε ένα ψιχουλάκι, τίποτα που να μαρτυράει την…αμαρτία μου και συνέχισα το δρόμο για το σπίτι.
Μήπως ήξερα τι είναι αμαρτία και πως μετανοιώνει κάποιος; Δεν είχα γνωρίσει κανέναν Ιούδα μέχρι τότε.
Πλύθηκα στο ρεματάκι και έβγαλα από πάνω μου την κακιά πράξη. Ήθελα όμως να την βγάλω και από μέσα μου. Να την ξεχάσω.
Και την ξέχασα!.
Την θυμήθηκα ύστερα από πολλά χρόνια όταν μια άλλη κουμπάρα, μια δική μας  κουμπάρα ( όχι του Πατέρα μου ) που είχε βαφτίσει ένα από τα δικά μας παιδιά, μας έστειλε ένα πανεράκι με Πασχαλινά γλυκίσματα. 
 Δεν ξέρω αν είναι πείσμα, πίστη η αν θέλω να αποδείξω κάτι στον εαυτό μου, αλλά από τότε νηστεύω κάθε Μ. Εβδομάδα. Θυμάμαι εκείνες τις μέρες και αγαπώ το Πάσχα, αισθάνομαι οτι γυρνάω σε κείνη την εποχή. Μακάρι να μπορούσαμε να γυρίζαμε για λίγο έστω και νοερά στην αθώα εποχή των 10 χρόνων μας και να κλάψουμε επειδή φάγαμε ένα κουλούρι. Μακάρι να είχαμε εκείνες τις απλές λαμπάδες που γέμιζαν χαρά την ψυχή και την καρδιά μας.
 Σε λίγες μέρες φτάνει το Μ. Σάββατο. ΚΟΙΤΑ ΜΗ ΦΑΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ!!.
 
 
 

 

                   

 

6 comments:

  1. Και μη νομίζεις, φίλε Γιώργο, πως εσύ είχες την αποκλειστικότητα… όλοι λίγο-πολύ, μικρά παιδιά τα ίδια κάναμε. Όλα αυτά που τα συνδέουμε με το Πάσχα των παιδικών μας χρόνων στο χωριό του καθενός μας θα εξακολουθούν, εσαεί, να εμπνέουν και να μας συγκινούν. Χρόνια και χρόνια, η μνήμη θα τα περνά μονοκοντυλιά, πολλές φορές θα διαλέγει και το δικό της αναλόγιο. Και είναι, αλίμονο, τώρα που μεγαλώσαμε και μας λείπουν θα μας συγκινούν και θα τα νοσταλγούμε για την αθωότητά τους.

    Σε σένα και την οικογένειά σου εύχομαι Καλή Μεγαλοβδομάδα!

    ReplyDelete
  2. Α!!! κι εσυ ήσουν ζαβολιάρης εεεε.....
    Ωραίες αναμνήσεις που μας γεμίζουν με όμορφα συναισθήματα. Γινόμαστε πάλι πιτσιρίκοι, έτσι για να θυμόμαστε εμείς και να μαθαίνουν οι νέοι.
    Καλή Μ. Εβδομάδα.

    ReplyDelete
  3. Τρυφερή η ανάρτησή σου αγαπητέ κ.Γιώργο, όσο αθώα και η αμαρτία αλλά και η λύτρωση με το κλάμα.Είναι καλό να βγαίνει από μέσα μας ό,τι μας βαραίνει.Μακάρι οι αμαρτίες μας πιά να ήταν όπως η δική σου εξομολόγηση.Αρκεί να προλάβουμε να πούμε το μνήσθητί μου Κύριε, αυτό που χάρισε τον Παράδεισο στον ληστή!
    ΚΑΛΉ ΑΝΆΣΤΑΣΗ!!!

    ReplyDelete

  4. Gabriel Panagiosoulis
    Gabriel Panagiosoulis Αμάρτησες!!! Πω,πω, πω γιαυτό υποφέρουμε όλοι εμείς από νοσταλγία, Εσύ με το κουλουράκι. Νάσαι καλά φίλε Καλή μεγάλη Εβδομάδα, Καλή Ανάσταση Χριστός Ανέστη!

    με όλη μου την αγάπη

    Γαβριήλ

    ReplyDelete
  5. Ευχαριστώ κ. Βαρβάρα. Καλή Ανάσταση και σε σας.

    ReplyDelete
  6. Για φαντάσου Μπάρμπα Γαβριήλ. Τότε ήταν αμαρτία ένα κουλουράκι.
    Σήμερα;
    Καλή Ανάσταση!

    ReplyDelete