Saturday, August 25, 2018

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΛΛΑΖΕΙ


Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου σε όποιο σημείο της γης κι αν βρίσκεται, είναι ένας βαθύς συναισθηματικός δεσμός που  έχει για τον τόπο όπου γεννήθηκε, είδε το φως της ημέρας, τις πρώτες εικόνες του περιβάλλοντος, τις πρώτες εντυπώσεις από τη ζωή, πράγματα που χαράσσονται ανεξίτηλα στην αγνή ψυχή του που με τον καιρό ωριμάζουν και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του.
 
Επίσης  παίζει αποφασιστικό ρόλο στον συναισθηματικό και ψυχικό του κόσμο και εν γένει στο μέγιστον του κύκλου της ζωής του.  

Αλήθεια.... έχετε νιώσει ποτέ αυτή την αίσθηση που έχει κανείς όταν γυρίζει μετά από πολύ καιρό στο αγαπημένο του χωριό και στο πατρικό του σπίτι;
 

Την αίσθηση που σε κάνει να αγωνιάς και να τρέμεις από προσμονή, λαχτάρα και χαρά γιατί θα γυρίσεις επιτέλους σε κάτι που αγαπάς τόσο πολύ και που είναι κομμάτι του εαυτού σου και της ζωής σου;

Που επιτέλους θα δεις τους φίλους σου, τους γείτονες, τους συγγενείς, ανθρώπους που πίνατε το καφεδάκι μαζί, δουλεύατε μαζί, τους συμμαθητές που παίζατε, σκαρφαλώνατε στις μάντρες, κάνατε του κόσμου τις ζαβολιές;

Κάποιοι έχουν άσπρα μαλλιά, άλλοι καθόλου, άλλοι εγγόνια  και την σχετική κοιλίτσα που σημαίνει το..... προχωρημένον της ηλικίας.

Στο σπίτι σου, καθώς ανοίγεις την πόρτα για να μπεις μέσα, βλέπεις κομμάτια του παρελθόντος σου και τότε έρχονται οι μνήμες σε ντύνουν με τις παιδικές φορεσιές κι αρχίζουν έναν τρελό χορό... δεν θες και πολύ για να ορμήσεις στις αλάνες των παιδικών σου χρόνων.

Το πέτρινο σπίτι σου όπου άνοιξες τα μάτια σου στο φως της ζωής. Εδώ είναι η ρίζα σου, η φύτρα σου έζησαν οι γονιοί σου και οι προγόνοι σου.

Αυτό το σπίτι το έχτισαν με τον τίμιο ιδρώτα τους και άφησαν τα κόκαλά τους. Ίσως να μην υπάρχει κανένας από αυτούς, να έχουν ταξιδέψει το μακρύ και αγύριστο ταξίδι τους αλλά είναι πρόσωπα που δεν μπορείς και δεν πρέπει να λησμονήσεις.


 
Μια ξύλινη μισάντρα για διαμέρισμα, ένα μικρό παραθυράκι για κουφώματα και μια μονόφυλλη εξώπορτα με το ζεμπερέκι.

Εκεί στην γωνιά ήταν το τζάκι όπου τα βράδια δυο χέρια (της Μάνας)  γίνονταν κουβέρτα και σε έκλειναν στη ζεστή τους αγκαλιά.

 

Κάτω στην αυλή η μουριά με τον παχύ ίσκιο, o φούρνος όπου όταν η Μάννα φούρνιζε το ψωμί ζυμωμένο με το προζύμι από βραδύς, μοσχομύριζε όλη η γειτονιά


Η μικρή λαϊσιά (την θυμάστε) μια μικρή συρμάτινη πόρτα που χώριζε την αυλή από το κοτέτσι.
 
Το πλατύσκαλο που δεν πρόσεχες, σκόνταφτες  κι όλο μάτωνες τα γόνατά σου. Κάτι σκουριασμένοι πετρελαιοτενεκέδες που κάποτε η μαντζουράνα, οι βιολέτες και ο βασιλικός, ο πλατύφυλλος και δροσερός στόλιζαν το μπαλκόνι.

Κάθε γωνιά, κάθε σπιθαμή ένα μέρος της ζωής σου που αναδίδει άρωμα των αξέχαστων παιδικών σου χρόνων.

Μια σιδεροστιά στη γωνία, το χαρανί (καζάνι) και από πάνω η αλισίβα για την μπουγάδα.
 
Θυμάσαι όταν σε έλουζε η Μάνα τις φωνές που έβαζες γιατί έτσουζαν τα μάτια σου από το χωριάτικο σαπούνι.

Θαρρείς οτι είναι όλα όπως τα άφησες. Τα θυμάσαι όλα. Ακούς τις φωνές αυτών που περνούσαν στο δρόμο, νομίζεις οτι τους βλέπεις, τους ακούς να σε καλημερίζουν.

Με δυσκολία ανοίγεις την πόρτα στο κατώι και εκεί που προσπαθείς να καθαρίσεις τις αράχνες που γέμισαν το πρόσωπό σου, ένα βουητό, ένας θόρυβος σε ξαφνιάζει καθώς ένα μπουλούκι νυχτερίδες περνούν σαν σίφουνας από μπροστά σου και χάνονται στην μισάνοιχτη πόρτα.

Αυτό ήταν.  Νυχτερίδες και αράχνες!

Ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό!

Δεν άκουσες κανένα να σου λέει καλημέρα, δεν είδες κάποιον να περνάει στο δρόμο, τα παιδιά της γειτονιάς σου δεν σου φώναξαν να παίξετε γιατί δεν υπάρχουν παιδιά.

Το χωριό σου δεν είναι όπως το άφησες. Έχει ερημώσει. Κάποιοι υπερήλικες ανήμποροι και βουβοί κλεισμένοι στα σπίτια τους μετράνε σιωπηλά τις αναμνήσεις τους. 

Οι περισσότεροι έχουν φύγει. Οι νεότεροι τράβηξαν για άλλες πολιτείες, πήραν τον πικρό δρόμο της ξενιτιάς και οι γεροντότεροι τον δρόμο χωρίς γυρισμό.

Ρώτησα για φίλους και γνωστούς και μου είπαν τράβα ίσια, εκεί είναι όλοι θα τους βρεις κάτω απ' τα κυπαρίσσια.

 
 
 

 
Είναι οι άγγελοι της θύμησης τα αγαπημένα γεροντάκια που από την γειτονιά των αιθέρων υφαίνουν και μας στέλνουν με την αύρα αγάπη και χαμόγελο.

 

Βουβό το χωριό με κάποιο λάλημα πετεινού εδώ κι εκεί, με τα χαγιάτια του αδειανά, με τις φράχτες που άνθιζαν, με τους μαντρότοιχους που ρέβουν, βυθισμένο στη μοίρα του χωρίς παράπονο για οτι το βρήκε και έτοιμο για εκείνο που έχει ναρθεί.
 
 

 

Σιωπηλά χαλάσματα με βουβούς ψιθύρους αυτών των κάποτε ζωντανών σπιτιών που παρόλα τα χρόνια που τα βαραίνουν κρατάνε για να ξυπνάνε μνήμες από ένα αλλοτινό ένδοξο παρελθόν που η λησμονιά δεν φαίνεται να έχει τη δύναμη να τα κατακτήσει.


Μόνο η γνώριμη λαλιά της καμπάνας, ο ήχος που παραμένει δυναμικός, ο ήχος που σε καλούσε στη  χαρά και στη λύπη και αναδύει το γύρισμα του ανθρώπου προς κάτι το Ανώτερο έχει μείνει να αντιστέκεται και να ανανεώνει την ημερομηνία λήξης. Ένας ήχος που δεν μπορείς εύκολα να ξεπεράσεις γιατί συγκεντρώνει κοντά του αισθήσεις, ιδανικά και πιστεύω. 

 Και η εκκλησία. Εκεί που όταν σαράντισες σε πήγε η Μάνα σου για ευχές και άνοιξε η ψυχή σου γεμίζοντας φως και πίστη. Στην ίδια εκκλησία που (ίσως) πραγματοποίησες το όνειρό σου, τον κρυφό καημό σου και στεφανώθηκες, ακόμα εκεί έδωσες τον τελευταίο ασπασμό σε αγαπητά και λατρεμένα πρόσωπα.

Σημείωσις: Το χωριό για το οποίο γίνεται λόγος στο κείμενο, είναι ασφαλώς το δικό μου χωριό, ο Λογκανίκος.  Οι συλλογισμοί και τα συμπεράσματα είναι δικά μου.
Δεν ερήμωσαν όλα τα χωριά, λιγόστεψαν οι κάτοικοι, αλλά κάποιοι παραμένουν.

           Χαιρετώ εκείνους που έχουν μείνει, με  τα λόγια του Κώστα Κρυστάλλη:



Καλότυχοι μου χωριανοί
Ζηλεύω τη ζωή σας
Την όμορφή σας τη ζωή
Που χει περίσσιες χάρες.
 
 Του κάμπου τα’ άγρια πουλιά
Γυρνούν απ’ τη βοσκή τους
Μ’ αμέτρητους κελαηδισμούς
Μες στα κλαριά κουρνιάζουν.
 
 Τ  αηδόνι κρύβεται βαθιά
Στ’ αγκαθερά τα βάτα
Και την αγάπη τραγουδά
Με το γλυκό σκοπό του.
 
 Μα πιο πολύ το μαγικό
Ζηλεύω γυρισμό σας
Όταν η μέρα σώνεται
Και βασιλεύει ο ήλιος.
 



 

Saturday, June 23, 2018

ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ


 


 

Θυμάστε  όταν ήμασταν μικρά που γράφαμε σε ένα όμορφο τετράδιο με σχέδια και χρώματα; Θυμάστε που γράφαμε ότι μας κατέβαινε και το κρύβαμε από τους γονείς μας και από τους δασκάλους μας;

 Θυμάστε πως το λέγανε αυτό το τετράδιο; Ναι. Έτσι  το λέγανε. Λεύκωμα!. Ήταν το μαθητικό μας Λεύκωμα. Κάτι σαν ομαδικό ημερολόγιο. Ήταν το face book εκείνης της εποχής, χειροποίητο και χειρόγραφο.

Ήταν η διασκέδασή μας, ένας τρόπος επικοινωνίας αγνός και αθώος, μυστικός και μαρτυριάρικος μιας γλυκιάς εποχής, τα κρυφά μας ανομολόγητα πάθη, οι ασήμαντες αμαρτίες μας, όλος ο κόσμος σ' ένα τετράδιο με τα μάτια του μικρού παιδιού. Εκεί ήταν κρυμμένα όλα τα μυστικά μας όλοι οι πόθοι μας όλα τα θέλω μας...όλα εκείνα που ακουμπούσαν την αθώα ψυχή μας. Η επικοινωνία μας χωρίς ενδοιασμούς χωρίς κριτική.

 Μπορούσες να γράψεις ότι ήθελες χωρίς καμία λογοκρισία. Από αστείες απαντήσεις μέχρι σοφά λόγια. Μπορούσες να αποκαλύψεις η να εξομολογηθείς τον έρωτά σου χωρίς να σε κρίνει η να σε περιγελάσει κάποιος.

Συνήθειες, χόμπι, σκέψεις, συναισθήματα, όνειρα και (κυρίως) ανομολόγητοι έρωτες. Μπορούσες ακόμα να κάνεις επίδειξη γνώσεων με ρύσεις, παροιμίες και μικρά ποιηματάκια.

Κόβαμε φωτογραφίες από περιοδικά με ηθοποιούς και τραγουδιστές και στολίζαμε την κάθε ερώτηση και πολλές-πάρα πολλές- κατακόκκινες καρδούλες ζωγραφισμένες με το χέρι η κομμένες κι αυτές από κάποιο περιοδικό με τα αρχικά εκείνου που είμαστε ερωτευμένοι.

 


 Ήταν ένα καρδιο (ψυχο) γράφημα γιατί μέσα από τα γραφόμενα μπορούσες να καταλάβεις τον χαρακτήρα, την ψυχολογική κατάσταση, τον τρόπο σκέψης και τις επιθυμίες του καθ’ ενός. Το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσαμε, μας απελευθέρωνε και βοηθούσε να αφήσουμε πιο εύκολα τον εαυτό μας να αποκαλυφθεί.

Τα ψευδώνυμα ήταν κυρίως κάποιες φανταχτερές λέξεις για να εντυπωσιάζουν. «Κυκλάμινο», «Ματωμένο ηλιοβασίλεμα», «Νούφαρο», «Σούπερμαν», ονόματα ηθοποιών, τραγουδιστών, ποδοσφαιριστών.

Δεν υπήρχαν σειρές στο τετράδιο κι ο καθένας έγραφε ότι ήθελε και όπως ήθελε γιατί υπήρχαν ζωγραφιές, φωτογραφίες, εικόνες, αυτοκόλλητα.

 


 

Κάποιες φορές αν μια απάντηση δεν άρεσε στα αγόρια, άρχιζε ένας …πόλεμος εναντίων των κοριτσιών.

Πολλές οι ερωτήσεις.

«Πως θυμάσαι το πρώτο σου ραντεβού», «πως περνάς τις λεύθερες ώρες σου», «έχεις αληθινούς φίλους», «πως ένιωσες στο πρώτο σου φιλί», «αγαπάς τα παιδιά», «τι σημαίνει για σένα το sex δίχως έρωτα», «Ποια η γνώμη σου για τον γάμο», «πόσο τελικά κρατάει ένας έρωτας» και πολλές ακόμα έξυπνες ερωτήσεις, με εξυπνότερες και ..πονηρές απαντήσεις.

 


 

Για παράδειγμα, στην ερώτηση… τι εστί ανήρ, μια απάντηση ήταν: ανήρ εστί ντομάτα γεμιστή.

Τότε τα αγόρια περνούσαν στην αντεπίθεση με ανάλογες απαντήσεις στην ερώτηση τι εστί γυνή, όπως: «Τι μπορεί να εστί η Εύα που εξαπάτησε τον Αδάμ εκτός από κακό»;

Τι θα λέγατε να θυμηθούμε μερικές από εκείνες τις πικάντικες απαντήσεις που γράφαμε τότε.

Τι εστί έρως.

«Ένα από τα συστατικά της αγάπης».

«Ένας πυρετός που αργά η γρήγορα περνάει».

«Έρως, έρως σαλαμάκι αέρος που το τρώνε τα κορίτσια και φουσκώνει η ..κοιλίτσα».

Πολλές φράσεις-ατάκες έχουν μείνει στην ιστορία μέσα από αυτά τα λευκώματα, καθώς επίσης και πολλά όμορφα στιχάκια.

«Το αίμα στάζει στην καρδιά κι έχει η καρδιά μου πόνο απ’ την πληγή που μ’ άνοιξες τον περασμένο χρόνο».

«Από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι αν κατεβεί πιο χαμηλά σε εννέα μήνες βγαίνει».

«Ρώτησα την αμμουδιά το τι εστί αγάπη κι εκείνη μου απάντησε έρωτας πόνος δάκρυ».

Τι εστί φιλία.

«Φιλία άνθος σπάνιο, όπου ανθεί σπανίως, μα σαν ανθίσει μια φορά, ριζώνει αιωνίως».

«Δεν μπαίνω στον κόπο να απαντήσω αφού δεν υπάρχει».

«Διαμάντι σπάνιο, άρα πολύτιμο».

«Η φιλία είναι ένας κρίκος, ένας γόρδιος δεσμός, που ο Αλέξανδρος ο ίδιος, δεν τον έλυσε κι αυτός».

Μερικοί διέθεταν και (ποιητικό) χιούμορ. «Φιλία δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο, γιατί ο βλάκας ο οδηγός , δεν πάτησε το φρένο».

Τι εστί φιλί. Ανταλλαγή μικροβίων.

Τι εστί γυνή. «Γυνή εστί Βασίλισσα στο θρόνο καθισμένη και δίπλα της να κάθονται οι άντρες οι βλαμμένοι».

«Μα τι άλλο.. το στολίδι της φύσης».

«Το πλάσμα που από τα σπλάχνα του αναβλύζει η ζωή».

«Γάτα με…πέταλα».

Ποιο είναι το αγαπημένο σου μάθημα. «Το διάλειμμα».

Τι εστί σεξ; «Η ταυτόχρονη ψυχική και σωματική συνένωση δύο κορμιών».

«Η απόλαυση όπως αυτή του φαγητού. Πρέπει να τρώμε για να ζήσουμε, άρα επιβάλλεται να… πάλι για να ζήσουμε».

 
Ο ιδιοκτήτης του λευκώματος λεγόταν ''κτήτωρ''. Αυτός έγραφε τις ερωτήσεις και όλοι οι συμμετέχοντες απαντούσαν χρησιμοποιώντας ένα ψευδώνυμο για να μην ξέρει κανένας ποιος είναι.

 Οι πιο συνηθισμένες ερωτήσεις ήταν: Τι εστί λεύκωμα; Τι εστί γυνή και τι εστί ανήρ; ( Να και τα Αρχαία Ελληνικά ). Τι εστί αγάπη; Τι εστί φιλί; Τι εστί έρως; Τι εστί γάμος; Τι εστί οικογένεια; Τι γνώμη έχεις για τον κτήτορα;  

Οι περισσότερες απαντήσεις ήταν ένα κομπλιμέντο για τον ιδιοκτήτη του λευκώματος.

 



Και η τελευταία..''Βγάλτε τις μάσκες''.

Εκεί έπρεπε να γράψουν το αληθινό τους  όνομα. Όλοι ήξεραν το ψευδώνυμο του καθενός αλλά δεν το μαρτυρούσαν. «Aστεράκι» ήταν η Μυρτώ, «Σκρούτζυ» ο Βίλλυ, «Ξυνή σαλαμούρα» η Νόρα, «Ruby baby» η Κατερίνα, «Πράκτωρ 007» ο Θεόδωρος, «call girl» η Κική, «Jim Dynamite» ο Δημήτριος, «Είμαι μια ψεύτρα» η Τζένη, «Ρούντυ» ο Κώστας , «Κλέρη» η Κική, «Έλβις Πρίσλεϊ» η Άννα –Μαρία, «Τραγουδιστής του δρόμου» ο Ιωάννης, «Ο» η Ελισάβετ ακόμα υπήρχαν αστεία, παραπλανητικά, αισιόδοξα, λυπητερά, ρομαντικά  και μερικά υπερβολικά  όπως «Ο θάνατος αγαπά τις ξανθές».

Μέσα σε εκείνο το τετράδιο αγαπούσαμε, ζηλεύαμε, αγωνιούσαμε, ονειρευόμαστε, εκεί ακουμπούσαμε την ευτυχία μας!. Ήταν ο καλύτερος χώρος για να.....χωρέσει το άνοιγμα της εφηβικής μας ψυχής. Έμοιαζε με ουρανό που στην αγκαλιά το χωρούσαν τα πάντα, ήλιος που με την θέρμη του ζέσταινε τις επιθυμίες μας αυτό το…αγαπημένο και…χαρούμενο τετράδιο.

Eυτυχισμένα και ανέμελα χρόνια!

 

Λ  εύκωμα
Ε  στί
Υ  πέροχο
Κ  αρνέ
Ω  ραίων
Μ  αθητικών
Α  ναμνήσεων

Monday, April 2, 2018

ΣΚΕΨΕΙΣ...


    Βρισκόμαστε μια ανάσα πριν από τις εορτές του Πάσχα και σκέφτομαι πως θα
ήταν η ζωή μας δίχως Κυριακές, δίχως εορτές, όχι μόνο τις ΄΄μεγάλες΄΄(μεγάλες γιορτές  συνηθίζουμε  να ονομάζουμε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα), αλλά κάθε γιορτή που ΄΄μαζεύει΄΄ την οικογένεια, καθώς είναι πολλοί εκείνοι που ταξιδεύουν από πολύ μακριά για να βρεθούν με την οικογένειά τους εκείνες τις μέρες.
Πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς την προσμονή και την καρτερία της γιορτής, που σπάει την μονοτονία και τις συνήθειες της καθημερινότητας, αλλά και δίχως σκέψεις για το νόημα της.
Τα Χριστούγεννα γιορτάσαμε την γέννηση, την ενανθρώπιση  του ιδρυτή της εκκλησίας, Ιησού Χριστού.
Σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε την Ανάστασή Του.
Οδεύει προς το μεσουράνημά του το «γλυκό έαρ» με τους ανθηρούς λειμώνες του και οι άνθρωποι ετοιμάζονται να αναστηθούν μαζί Του.
Δοξαστικές μυρσίνες και ύμνοι εκκλησιαστικοί απείρου κάλλους θα πλημμυρίσουν τους ναούς της Χριστιανοσύνης.
Τα «πάθη τα σεπτά» έφτασαν και μαζί με αυτά πλησιάζει και ο θάνατος του θανάτου.
Στην εκκλησία, μας δίνεται η ευκαιρία να ''συναντήσουμε'' τον Λυτρωτή μας Θεό. Να προσευχηθούμε, να δημιουργήσουμε μια σχέση μαζί Του καθημερινή, να Τον δεχτούμε σαν Πρόσωπο κι όχι σαν μια  Ανώτερη δύναμη όπως συνηθίζουμε πολλές φορές να λέμε και πέφτουμε μάλιστα πολύ χαμηλά όταν επικαλούμαστε αυτή τη δύναμη να μας προστατεύσει από τα κακά της ζωής που εμείς δημιουργούμε.
Ακόμα ζητάμε να μας βοηθήσει να  κερδίσουμε κάποιο λαχείο, να αποκτήσουμε λεφτά και πλούτη, χωρίς να σκεφτούμε οτι είμαστε περαστικοί σαν τα διαβατάρικα, τα αποδημητικά πουλιά, που πετούν, φεύγουν και χάνονται. Πασχίζουμε να ορίσουμε την ύπαρξή μας και το πέρασμά μας μέσα στον χρόνο τον οποίον επιμένουμε να μετρούμε με κάποιου ρολογιού τους δείκτες, ενώ εκείνος ( ο χρόνος) μας βασανίζει με τον δικό του τρόπο μέσα από την αεικίνητη αέναη και δολοφονική ανακύκλωσή του.
Το γιορτινό τραπέζι βέβαια έχει τον πρώτο λόγο σε αυτές τις γιορτές, που αν έχει προηγηθεί νηστεία (κάποιες γιορτές την ''απαιτούν''), δίνει  ιδιαίτερη χροιά στη γιορτή.
Το άνοιγμα των δώρων από την άλλη, η συνάφεια και η ''μάζωξη'' των μελών της οικογενείας, είναι στοιχεία που δίνουν ποιότητα και ουσία όχι μόνο εκείνη την ημέρα, αλλά γενικά στη ζωή μας.    
Είναι νωπές ακόμα οι μνήμες, από τη  χαρά και την εμπειρία της Γιορτής των Χριστουγέννων.
Μετά το γιορτινό τραπέζι αρχίζουν (ατέλειωτες) συζητήσεις. Είναι κι αυτές μέρος της χαράς της ημέρας.
Στη συντροφιά ήταν άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, νέοι με μαθητεία σε πανεπιστήμια, επαγγελματίες, ιδιοκτήτες καταστημάτων και απλοί εργάτες.
Η συζήτηση είχε λίγο απ’ όλα. Αθλητικά, πολιτικά, περί ανέμων και υδάτων, για την παγκόσμια οικονομία και καταλήγουμε (σχεδόν) πάντα γύρω από θρησκευτικά
θέματα.
Για Τον Θεό, για την δημιουργία μας, για την κτήση ολόκληρη και για την αρχή πριν την αρχή. Τι είναι ζωή από που ξεκινά η ύπαρξή μας, ποιος μας έφτιαξε και γιατί, τι είναι Θεός και που βρίσκεται.
Η συζήτηση συνεχιζόταν με ενδιαφέρον και ο κάθε ομιλητής προσπαθούσε να πείσει για την εγκυρότητα και ορθότητα της δικής του γνώμης.
Ακούστηκαν πολλές και καλές θα έλεγα απόψεις και συλλογισμοί κυρίως γύρω για  το θέμα της ύπαρξης του θεού από σωστά σκεπτόμενους ανθρώπους απαλλαγμένους από φανατισμό και μονόχνοτη σκέψη.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση κάτι που είπε ένας 17χρονος αφού είχε ακούσει όλες τις απόψεις και αυτό κράτησα από την όλη συζήτηση.
«Και τίποτα να μην υπάρχει (μετά θάνατον), εγώ θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει κάτι για να έχει νόημα να ζω. Να ''πιάσει τόπο'' ό,τι κάνω στη ζωή μου. Να παλεύω για το καλύτερο και να δικαιωθώ κάποτε, διαφορετικά δεν θα έχει καμία αξία ό,τι κι αν κάνω στη ζωή μου».