Saturday, October 14, 2017

ΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ


 


 

Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι που σε σκλαβώνουν με την συμπεριφορά τους και την αγάπη τους, τη στιγμή που άλλοι χτίζουν τείχη, όχι στις αυλές τους να μη τους βλέπει ο γείτονας και να μη τον βλέπουν κι αυτοί, αλλά χτίζουν τείχους στις καρδιές τους και κλείνονται στον εαυτό τους.

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα με μια ωραία παρέα στο σπίτι ενός καλού φίλου στα νότια προάστια της Βοστώνης. Μου τηλεφώνησε να με καλέσει και μου λέει: «Μεθαύριο, θα κάνω τα εγκαίνια στην ταβέρνα και θα ήθελα να έρθεις». 
Ταβέρνα έχει ονομάσει την αυλή του σπιτιού του, εκεί όπου μαζεύονται οι φίλοι του χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος, κάποια γιορτή, κάποιο σημαντικό γεγονός, χωρίς καμιά αιτία δηλαδή, έτσι απλά για να περάσουν μια όμορφη βραδιά.

 Και ήταν πράγματι μια όμορφη βραδιά.

 Μια Διονυσιακή βραδιά!!!.

Ο σπιτονοικοκύρης και η σπιτονοικοκυρά είναι δυο διαλεχτοί υπερήφανοι Έλληνες Πατριώτες, που η φιλοξενία τους σε σκλαβώνει. Σε συγκινεί η τρυφερότητα, η ευαισθησία, το φως και η ζεστασιά της ψυχής τους.

Πάνω από την πόρτα που οδηγεί στην αυλή, μια ταμπέλα έγραφε:     
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ.

Στην πόρτα μια μικρή ταμπελίτσα κρεμασμένη από μια αλυσίδα έγραφε:
ΑΝΟΙΚΤΟΝ.

Διαβαίνοντας την πόρτα μείναμε εκστατικοί με το θέαμα που αντικρίσαμε. Τραπεζάκια στρωμένα με τα τραπεζομάντιλα του παλιού καλού καιρού, αυτά τα καρώ με τα μπλε και κόκκινα τετραγωνάκια. Ελληνική μουσική, χαμηλός φωτισμός, πάνω από τα κεφάλια μας μια κληματαριά (γεμάτη σταφύλια) που θα τη ζήλευε ο καλύτερος αμπελουργός.

  
Τα παραδοσιακά Ελληνικά μισόκιλα πανω στα τραπέζια, οι παλιές (αντίκες) αλατοπιπεριέρες, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους με πάντα Ελληνικό περιεχόμενο και θέμα και η τσίκνα από τους πικάντικους μεζέδες του σπιτονοικοκύρη, έφεραν στο νου μας άλλες εποχέες.                          

Μας ταξίδεψαν στις ταβέρνες της Πλάκας, στις ταβέρνες του χωριού με τις μουριές και τις κληματαριές. Στις ταβέρνες που μαζεύονταν οι άνθρωποι να ξεδώσουν, να χαλαρώσουν, να διασκεδάσουν, να γελάσουν, να ξεχάσουν τα ντέρτια και τους καημούς της ζωής.

Όπως τότε γίνονταν όλοι μια παρέα, έτσι έγινε και στην ταβέρνα των φίλων μας. Γίναμε μια παρέα όλοι (συνδαιτυμόνες) όπου ο ταβερνιάρης με την γλυκύτατη σύντροφό του, ικανοποιούσαν την πείνα και τη δίψα μας ασταμάτητα με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη.

Και οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μια την άλλη.

Ο σπιτονοικοκύρης, μοναδικός στο...ψηστήρι και με τη δικής του πατέντας  ψησταριά  (που θα την ζήλευαν επαγγελματίες κατασκευαστές του είδους), δεν άφηνε παραπονούμενο τον ουρανίσκο μας ούτε για μια στιγμή.

 Η γλυκύτατη σύντροφός του με το παραδοσιακό κρεμαστό του παλιού καιρού (το θυμάστε αυτό που ο "μικρός" του καφενείου πήγαινε τους καφέδες στα γύρω γραφεία), φρόντιζε να μη ...στεγνώνει η γλώσσα μας.

 
 Το φαγητό και το ποτό δεν ήταν πάρα η αφορμή για να ενωθούν οι ψυχές σε κάτι ανώτερο.
Οι συζητήσεις, λίγο από όλα. Από την κατάσταση στην Πατρίδα, στους τόπους καταγωγής του καθενός με τα σχετικά πειράγματα, για το πως ξεκίνησε ο κάθε ένας και έφτασε στην Αμερική εκείνα τα σκληρά πέτρινα χρόνια που η Πατρίδα δεν μπορούσε να κρατήσει τους νέους (κυρίως  και έπαιρναν των οματιών τους για μια καλύτερη ζωή.

 Συγκλονιστική η ιστορία του ερχομού στην Αμερική του Γιάννη και του Παύλου με φοιτητική βίζα.

Ο Παύλος αντιμετώπιζε δυσκολίες με τη βίζα και την τελευταία στιγμή του τηλεφώνησε ο Γιάννης. «Έλα γρήγορα στο αεροδρόμιο σου έβγαλα βίζα. Φεύγουμε αμέσως». Δεν είχε αρκετή ώρα στη διάθεσή του ο Παύλος, έπρεπε να βιαστεί γιατί ίσως έχανε το αεροπλάνο.  Κάποιος ταξιτζής αρνήθηκε να τον παει στο αεροδρόμιο γιατί υπολόγισε ότι δε θα προλάβαινε. Ένας άλλος του είπε «θα σε πάω εγώ αλλά θα κοστίσει κάτι πάρα πάνω γιατί θα αναγκαστώ να ..τρέξω» 
Τελικά έφτασε στην ώρα του ο Παύλος στο αεροδρόμιο και ένας φίλος του λέει. «Στην Αμερική πας, πάρε αυτό γιατί εκεί κάνει πολύ κρύο». Του έδωσε ένα ημίπαλτο (μοτγκόμερυ) που φορούσε. Και του χρειάστηκε, γιατί όταν έφτασαν στην Αμερική δεν πάτησαν το...χώμα της, αλλά πάνω σε δυο μέτρα χιόνι γιατί έπεσαν στην καταστρεπτικότερη χιονοθύελλα που έπληττε τη χώρα.  Ήταν Φεβρουάριος του 1978. Όλοι θυμόμαστε εκείνη τη χιονοθύελλα. 
Δε χάθηκαν στη χιονοθύελλα, άντεξαν, όπως άντεξαν σε όλες τις μπόρες και τις καταιγίδες, δημιούργησαν οικογένεια και εκείνο το βράδυ μιλούσαν με υπερηφάνεια για τα κολέγια και τα Πανεπιστήμια που σπουδάζουν τα παιδιά τους. Και δε θα χαθεί κανένας αν έχουμε γύρω μας καλούς ''ταβερνιάρηδες'' φίλους, να πυρωνόμαστε από τη φλόγα της καλοσύνης και της αγάπης τους.
Οι φίλοι μας εκείνο το βράδυ, απέδειξαν οτι δεν έχει σημασία πόσο μεγάλο είναι το σπίτι σου, αλλά πόσο κόσμο χωράει η καρδιά σου.    
 Υπάρχουν άνθρωποι με Αρετές και αξίες που δίνουν νόημα και ουσία στην ανθρώπινη υπόστασή μας, αν έχουμε τα μάτια και τα αυτιά της ψυχής μας πάντα ανοιχτά θα ...τους βρούμε. Θα πρέπει πρώτα να καθαρίσουμε τα δικά μας τζάμια για να δούμε οτι ...τα ρούχα της γειτόνισσας δεν ήταν βρώμικα όπως νομίζαμε. 
 
Ας κρεμάσουμε κι εμείς μια ταμπελίτσα ( όπως ο φίλος μας ) στην πόρτα της καρδιάς μας που να γράφει ΑΝΟΙΚΤΟΝ και ας αφήσουμε τον ήλιο να τη ζεστάνει, ας αφήσουμε το γέλιο ενός παιδιού να την γεμίσει ευτυχία, το κελάηδημα ενός αηδονιού να την πλημμυρίσει χαρά, το άρωμα του γιασεμιού να την γεμίσει άρωμα αγάπης. 
Τότε δε μπορεί ...θα γίνουμε καλύτεροι.

ΥΓ. Ο φίλος με παρακάλεσε να μην δημοσιεύσω φωτογραφίες και θα σεβαστώ την επιθυμία του.

4 comments:

  1. ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΌ και Ελπιδοφόρο!!!
    Καλή σας μέρα ΈΛΛΗΝΕΣ!!!
    Να είστε πάντα καλά και να μην φύγει το ταμπελάκι από τις καρδιές σας: ΑΝΟΙΚΤΟΝ!

    ReplyDelete
    Replies
    1. Σας ευχαριστώ πολύ κ. Βαρβάρα και θα προσπαθήσω να το κρατήσω το ταμπελάκι, αλλά κάτι φορές...τι έχεις γέρο και χορεύεις, δε μ'αφήνουν τα διαβόλια. Σας εύχομαι υγεία και καλό φθινόπωρο.

      Delete
  2. Επιτέλους βρε Γιώργο έδωσες σημεία ζωής. Παραλίγο να σε ξεχνούσαμε.
    Βέβαια είδα την κρεμασμένη ταμπελίτσα στην καρδιά σου να γράφει ΑΝΟΙΚΤΟΝ έσπρωξα και χάρηκα που χώρεσα κι εγώ εκεί μέσα.
    Έτσι να είστε πάντα φίλε μου και να σας ζεσταίνει "η φλόγα της καλοσύνης και της αγάπης"! Τόσο απλά.

    Χαιρετώ!

    ReplyDelete
    Replies
    1. Το ξέρω Στράτο, είχα χαθεί για λίγο καιρό, αλλά ήταν ένα πλούσιο σε δραστηριότητες καλοκαίρι το φετινό. Είχαμε και τον γάμο του γιού μας και πολλά πράγματα έμειναν πίσω. Σε ευχαριστώ φίλε και αυτό να κάνεις πάντα. Όταν βλέπεις φως να.. μπαίνεις.

      Delete