Saturday, March 2, 2019

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΠΛΗΓΩΝΟΥΝ


 

 

 

                                           «ΤΑΒΕΡΝΑ Ο ΜΕΘΥΣΤΑΚΑΣ»

 
Κοιτάω και ξανά κοιτάω τούτα τα χαλάσματα, αυτό το ερειπωμένο σπίτι φάντασμα που αντιστέκεται πληγωμένο από το χρόνο που το βαραίνει λες και θέλει να ξυπνήσει μνήμες από ένα αλλοτινό και ένδοξο παρελθόν και μιλάει με τον δικό του τρόπο για τα περασμένα μεγαλεία.

Λες και κρατάει για να εμποδίσει τη λησμονιά να το κατακτήσει, λες και θέλει να δραπετεύσει από το παρελθόν του!

Περνούσα απ' έξω και νόμιζα οτι άκουγα τις φωνές των ανθρώπων που βρίσκονταν μέσα. Άνθρωποι που το σημάδεψαν με την παρουσία τους. Και δεν ήταν άλλοι παρά οι Πατεράδες μας, τα μεγαλύτερα αδέλφια μας, οι φίλοι μας, τα ξαδέλφια μας.

Πρόκειται ασφαλώς για την ταβέρνα του συχωριανού μας κ. Βασιλείου Μουστάκη, του «Βασιλάκη» όπως τον ξέρουμε όλοι.

Και ποιος δεν την θυμάται αυτή την ταβέρνα και ποιος δεν θυμάται τον Βασιλάκη!!  

 Χωρίς καμία πολυτέλεια!. Τσιμεντένιο πάτωμα, μια ξυλόσομπα στη μέση, ψάθινες καρέκλες, ξύλινοι πάγκοι κι όταν «είχε κίνηση» το μαγαζί, οι πελάτες κάθονταν σε κασέλες, σε ξύλινα κιβώτια κι ότι άλλο βρισκόταν πρόχειρο. Λίγα αχρωμάτιστα τραπεζάκια, τσιμεντένια πεζούλια κι ένα μικρό μπαλκονάκι με κληματαριές που λειτουργούσε μόνο το καλοκαίρι.

Αυτό το μπαλκονάκι το χρησιμοποιούσε για κουρείο ο Σ.Β. (ο κουρέας του χωριού).

Aυτή η ταβέρνα είχε κάτι το διαφορετικό. Δεν έμοιαζε με τα άλλα μαγαζιά του χωριού στα οποία μπορούσες να συνοδέψεις το κρασάκι σου με κάποιο μεζεδάκι, μια κονσέρβα, δυο ελιές, λίγο σαλάμι. Πουλούσε κρασί και μόνο κρασί. Ξεροσφύρι μ’ άλλα λόγια!.

Πολλές φορές όμως οι πελάτες αγόραζαν κάποια κονσέρβα από τα μπακάλικα να συνοδέψουν το κρασάκι τους. Άλλες φορές πάλι όταν κάποιος πλανόδιος ψαράς περνούσε από το χωριό, η ταβέρνα του Βασιλάκη γέμιζε τσίκνα από το τηγάνι.

Για να καταλάβουμε ακριβώς το ρόλο της ταβέρνας (στη ζωή μας), πρέπει να την συγκρίνουμε με έναν άλλο (συγγενή προς αυτήν) χώρο, το καφενείο.

 Το καφενείο είναι ένας χώρος που όλα κινούνται συνειδητά. Στο καφενείο μαθαίνονται τα νέα από τα πιο σημαντικά,  έως τα πιο ασήμαντα.  Γίνονται συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση, αναπτύσσονται κομματικές έριδες, δημιουργούνται μικρές «βουλές», ανάβουν τα αίματα και ο ένας προσπαθεί να πείσει τον άλλον. Ακόμα κι όταν έπαιζαν τάβλι η κάποιο χαρτοπαίγνιο γινόταν σύγκρουση.

Η ταβέρνα είναι χώρος επικοινωνίας, κεφιού, διασκέδασης, γέλιου, καλαμπουριού, ξεδόματος.

Χώρος λησμονιάς  - βοηθούσης και της οινοποσίας - φευγιού από τα ντέρτια και τους καημούς της ζωής.

 Ήταν ένας χώρος όπου οι νέοι του χωριού έπαιρναν το βάπτισμα του πυρός, έβρισκαν το.…. αντριλίκι τους.

Ο Βασιλάκης ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, γελαστός και το πρώτο κέρασμα ήταν πάντα δικό του.

Σε όλα τα τραπέζια είχε και το δικό του ποτηράκι.

Τα βαρέλια με τα κρασιά, ήταν στο υπόγειο και κάθε φορά ο Βασιλάκης κατέβαινε μια στενή τσιμεντένια σκάλα με αρκετά σκαλιά. Θα μπορούσε βέβαια να γεμίσει ένα μεγάλο δοχείο μια νταμιτζάνα π.χ. να την έχει πάνω στο μαγαζί και να αποφεύγει να ανεβοκατεβαίνει τη στενή και επικίνδυνη σκάλα, κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο Βασιλάκης όμως είχε τη δική του φιλοσοφία. «Το κρασί -έλεγε- όταν βγει από τη μάννα του (το βαρέλι δηλαδή), πρέπει να καταναλωθεί κι όχι να μένει στα παγούρια και στα μπουκάλια».

Αυτό βέβαια είχε την εξήγησή του. Τα βαρέλια έπρεπε να είναι σε μέρος με σταθερή θερμοκρασία όλο τον χρόνο και τα υπόγεια ήταν ο καταλληλότερος χώρος.

Εκεί κάτω στο υπόγειο υπήρχε ένα τεράστιο βαρέλι το οποίο ζεύτηκε  (κατασκευάστηκε) μέσα στο δωμάτιο. Ήταν σχεδόν στο μέγεθος του δωματίου. Όταν ήταν καιρός να γεμίσει με καινούργιο κρασί και έπρεπε να πλυθεί, κατεβαίναν με σκάλα μέσα και το καθάριζαν.

Ήταν ωραίος άνθρωπος με χιούμορ. Αν κάποιο βράδυ δεν μπορούσε να καθίσει μέχρι αργά γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να σηκωθεί ενωρίς για δουλειές, δεν το έκλεινε το μαγαζί. Άφηνε το κλειδί στους πελάτες, τους έλεγε που να το κρύψουν όταν φύγουν κι έλεγε χαριτολογώντας. «Στο ταμείο υπάρχουν 5.000 δραχμές. Εάν δεν τα βρω αύριο, θα είσαστε υπεύθυνοι».

Δραχμές υπήρχαν τότε και το ταμείο ήταν ένα μικρό συρταράκι στον ξύλινο πάγκο με τα ποτήρια και τα μισόκιλα. Στο ταμείο δεν υπήρχαν χιλιάδες, παρά μόνο κάτι ...ψιλά.

 
               Πρώτος από δεξιά (στη φωτογραφία) ο Βασιλάκης με το μαύρο σακάκι.

Άλλες φορές πάλι όταν έπαιρνε τα λεφτά για το κέρασμα έλεγε: «Ρέστα δεν έχει. Τόσα έξοδα έχουμε εδώ πέρα. Φώτα, ταμπέλες, θέρμανση»!!!. 

Η θέρμανση – είπαμε – ήταν μια ξυλόσομπα κι όσο για τα ..φώτα, τότε είχαμε εκείνες τις λάμπες που κρέμονταν από το ταβάνι με το καθαρό – άσπρο – πετρέλαιο και το αμίαντο. «Λουξ»  τις λέγανε και δούλευαν με την πίεση του πετρελαίου.

 

 Το κρασί βοηθούσε στο να ενωθεί η μια ψυχή με την άλλη.
Ύστερα από λίγο γίνονταν όλοι μια παρέα, συνταξιδιώτες στο ίδιο βαγόνι με τον ίδιο προορισμό.
Το κέρασμα δεν ερχόταν χωριστά σε κάθε παρέα, αλλά ''μια στα όλα''.
Κάπου-κάπου έπιαναν κανένα «άσμα», προσπαθώντας να ξεχάσουν την κούραση της ημέρας, να νικήσουν τον ανθρώπινο πόνο, να ξεχάσουν τη φτώχεια τους. Το μόνο κοινό που είχαν, ήταν η φτώχεια.
Ο Ηλίας, ο Γιώργης, ο Λεωνίδας, ο κυρ Ηλίας, ο Χρίστος, ο Χαρίλαος, ο Νίκος, ο Γιάννης, ο Βασίλης και τόσοι άλλοι πελάτες μόνιμοι και μη. Γερά ποτήρια!.
Πίνοντας ένα ποτηράκι κρασί, συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις.

 Όραση, με το χρώμα του κρασιού,
γεύση, γευόμενοι το κρασί,
όσφρηση, μυρίζοντάς το,
αφή, από το άγγιγμα του ποτηριού και
ακοή, από το τσούγκρισμα των ποτηριών.

Όταν ο κυρ-Ηλίας ερχόταν στο τσακίρ κέφι, έβαζε την παλάμη στο μάγουλό του, έκλεινε τα μάτια και άρχιζε με την ωραία του φωνή να λέει  παραπονιάρικα τραγούδια.  Τότε όλοι οι πελάτες σταματούσαν την κουβέντα και σιγοτραγουδούσαν μαζί του η επαναλάμβαναν τα λόγια του.

Και μες του κεφιού την τρέλα τη μεγάλη μες στο μεθύσι και μες στη ζάλη, επιτυγχάνονταν κάποιες «κοινωνικές» συμφωνίες για συμπεθεριά και κουμπαριά.
Κάποιοι τους λέγανε μπεκρήδες. Οι μπεκρήδες δεν είναι κακοί άνθρωποι, πονεμένοι και κουρασμένοι ήτανε.  

Μέχρι και αγώνες δρόμου σκάρωναν πάνω στο κέφι τους. Από την ταβέρνα μέχρι το σχολείο. Έβαζαν κάποιο χρηματικό ποσό για τον νικητή ο οποίος έπρεπε να το ξοδέψει πάλι στην ταβέρνα σε κρασί.

Κάποια άλλη φορά σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν το χώρο κάτω από το μπαλκόνι, για μποστάνι. Φύτεψαν ντομάτες, αγγουράκια, κρεμμυδάκια κι άλλα λαχανικά να συνοδεύουν το κρασί τους να μην το πίνουν ξεροσφύρι. 
 Όλα πήγαιναν καλά ώσπου μια μέρα παρατήρησαν ότι τα λαχανικά είχαν μια «γνωστή» άσχημη μυρωδιά.
Δεδομένου ότι στην ταβέρνα δεν υπήρχε τουαλέτα, πολλοί χρησιμοποιούσαν το μπαλκόνι κάτω από το οποίο υπήρχαν τα ζαρζαβατικά……

Η πόρτα και τα δυο παράθυρα της ταβέρνας ήταν προς τη μεριά του δρόμου κι όσοι περνούσαν απ' έξω, δεν ''περνούσαν απαρατήρητοι'' από τους μέσα.

Όχι οτι γινόταν κουτσομπολιό. Προς Θεού. Απλά ένα κοινωνικό σχόλιο έκαναν οι άνθρωποι!
Πως περπατάει, τι φοράει, αν είναι καλός άνθρωπος και κάτι τέτοια.

 Τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν.

Μια μέρα περνούσα απ' έξω (νιόπαντρος) και άκουσα κάποιον από μέσα να λέει: 

«Κομμένο τον βλέπω τον γαμπρό».

«Γαμπρός είναι - του απαντά ένας άλλος - πως θέλεις νάναι, τι σε πειράζει εσένα ζηλεύεις;»

Για την εν λόγω ταβέρνα, μας μιλά με έναν διαφορετικό τρόπο – ζωγραφιστά – ο εκλεκτός καλλιτέχνης - ζωγράφος - συχωριανός μας κ. Γεώργιος Γιαννακάκης, ο οποίος αναφέρεται στην ταβέρνα σε ένα από τα έργα του, με την δική του ματιά-πινελιά.


 

Η ταβέρνα του Βασιλάκη με την ματιά –πινελιά του Γιώργου Γιαννακάκη.

 

Πριν κλείσω αυτό το αφιέρωμα, θέλω να τιμήσω-υμνήσω τις ταβέρνες του χωριού μας και τους θαμώνες τους, όχι με κάποιο τραγούδι από τα τόσα ωραία που έχουν γραφτεί, αλλά με έναν ύμνο. Τον ύμνο του μπεκρή. Δεν τραγουδιέται. Ψάλλεται. Είναι προσόμοιον του Καθίσματος «Τον Τάφον Σου Σωτήρ» σε ήχο πρώτο.

 

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΚΡΗ

 

Στον τάφο σου, μπεκρή, αναβλύζει κρασάκι.

Δεν έπινες ποτέ στην ζωή σου νεράκι,

παρά ρετσίνα άδολη με κούπα κατοστάρικη.

Σε γεραίρουσι των βαρελίων οι πίροι,

για σένα έγινε το μεγάλο ποτήρι.

Αρχιμπεκρούλιακα!

Ω Βάκχε, τα φυτά και τα φύλλα των δέντρων

ημών των μεθυστών των πινόντων

μετάβαλον εις κλήματα, τους ακάνθας εις ρύακας,

δια να πίνωμεν κι εμείς δια να ευφρανθώμεν.

Το μόνον φάρμακον που θεραπεύει τας νόσους,

Ώ Βάκχε παμμακάριστε!

Στον τάφο του μπεκρή αναβλύζει κρασάκι ,

ποτέ δεν είχε πιεί στη ζωή του νεράκι,

όταν ζούσε δε έλεγε, Μεγαλοδύναμε, κέλευσον,

η μεν θάλασσα είθε να γίνει κρασάκι,

να το πίνουμε με γλύκα και με μεράκι.

Αυτό με διέλυσε!!!

 

Ο ύμνος του μπεκρή, είναι μια ευγενική παραχώρηση του καθηγητού Βυζαντινής μουσικής της Θεολογικής σχολής Βοστώνης  «ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ»  Πατρός Ρωμανού Καράνου, στον μαθητή του Σωκράτη Ιατρού.

Ευχαριστώ και τους δύο.