Tuesday, October 31, 2017

HAPPY HALLOWEEN


 
 
Σήμερα η Αμερική γιορτάζει το «Halloween».
 
Η λέξη χάλοουιν είναι συντομογραφία του «All Hallows Evening», δηλαδή η παραμονή των Αγίων Πάντων, που είναι η 1η Νοεμβρίου.
Οι Άγιοι Πάντες άρχισαν να εορτάζονται το 609 μ.Χ., στις 14 Μαΐου, αλλά ο Πάπας Γρηγόριος ο 4ος μετακίνησε τη γιορτή στην 1η Νοεμβρίου επειδή η Πόλη της Ρώμης δεν μπορούσε να δεχτεί έναν τόσο μεγάλο αριθμό πιστών που συνέρρεαν τον Μάιο και επιλέχτηκε αυτή η ημερομηνία προς τον χειμώνα, για λιγότερο κόσμο.
 Πολλοί συγχέουν την γιορτή αυτή με τις Ελληνικές Απόκριες, όμως είναι τελείως διαφορετική γιορτή γιατί το Χάλοουιν έχει μια μυστικιστική χροιά.


Όλες αυτές οι …κούκλες έχουν αισθητήρες κι όταν περάσεις δίπλα τους αρχίζουν άναρθρες υπόκωφες  κραυγές και σαρκαστικά γέλια.
Οι ρίζες της γιορτής αυτής λέγεται οτι βρίσκονται σε μια παλιά γιορτή των Ιρλανδών του «Samhain» που σημαίνει «τέλος του καλοκαιριού».
Οι Κέλτες (Ιρλανδοί), την 31ην Οκτωβρίου γιόρταζαν το τέλος της περιόδου της συγκομιδής και την αρχή του χειμώνα.
 
Για το μασκάρεμα, η παράδοση λέει οτι  ερχόμαστε  κοντά  με τον «άλλο κόσμο», ερχόμαστε σε επαφή με πνεύματα και νεκρούς, γατί παλιά πίστευαν οτι οι ψυχές των πεθαμένων περιπλανώνται κάτω στη γη μέχρι την ημέρα των Αγ. Πάντων.
 
Την παραμονή λοιπόν της γιορτής, οι ψυχές είχαν την ευκαιρία να εκδικηθούν όποιον τους είχε κακό όταν ζούσαν, οπότε, όσοι θεωρούσαν οτι υπήρχε λόγος να ανησυχούν, μεταμφιέζονταν για να μην τους αναγνωρίσει το πνεύμα και τους εκδικηθεί, τους κάνει κακό.

 
Όταν πέρασα δίπλα σε αυτό το κουτί, ήταν κλειστό. Ξαφνικά ανοίγει και ακούγεται μια ανατριχιαστική κραυγή. Ο …κύριος που κοιμόταν πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια, τα μάτια του αναβόσβηναν και ένα σαρκαστικό γέλιο με γέμισε ανατριχίλα. Έκοψε το αίμα μου!. Το έβαλα στα πόδια και δεν ξανά πέρασα από τη γειτονιά.

Η γιορτή του Halloween ενώ ξεκίνησε από την Ευρώπη, στον κόσμο έγινε γνωστή μέσα από την Αμερικάνικη κουλτούρα. Στη χώρα αυτή (την Αμερική), δημοφιλής  γιορτή έγινε  κατά τον 19ο αιώνα, όταν η μετανάστευση Ιρλανδών και Σκοτσέζων ήταν αθρόα. 

Το Halloween στην Αμερική  θεωρείται η πιο προσοδοφόρα εποχή το χρόνου μετά τα Χριστούγεννα. Οι πωλήσεις σε γλυκά, κοστούμια, διακοσμητικά αντικείμενα κ.λπ. την ημέρα αυτή λέγεται οτι φτάνουν τα έξι δισεκατομμύρια δολάρια.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ημέρας αυτής είναι τα χρώματα. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το πορτοκαλί και το μαύρο. Το πορτοκαλί συμβολίζει την χειμερινή σοδειά και το μαύρο τον θάνατο και γενικά τον άλλο κόσμο.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της γιορτής αυτής είναι οτι οι Σκοτσέζες  εκείνη την  ημέρα, κρεμούσαν τα βρεγμένα σεντόνια μπροστά στη φωτιά για να δουν -υποτίθεται- τον μελλοντικό τους σύζυγο.

Και ένα στατιστικό στοιχείο που ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Ο Χουντίνι, ένας από τους πιο διάσημους μάγους όλων των εποχών, πέθανε το Halloween του 1926. 
Το βράδυ της γιορτής, τα παιδιά (μεταμφιεσμένα), πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και λένε...«trick or treat». Δηλαδή θα μας κοροϊδέψετε η  θα μας  περιποιηθείτε; Και βέβαια θα τους περιποιηθείς δίνοντάς τους  γλυκίσματα (όχι λεφτά), γιατί δεν ξέρεις τι ζημιά μπορούν να σου κάνουν στο σπίτι αργότερα.

Το έθιμο αυτό πάει πίσω στον 16ο αιώνα, τότε που Ιρλανδοί, Σκοτσέζοι και Ουαλοί, μασκαρεύονταν, και επισκέπτονταν σπίτια απαγγέλοντας ποιήματα και τραγούδια με αντάλλαγμα φαγητό. Αντιπροσώπευαν παλιές δικές τους Θεότητες του χειμώνα που απαιτούσαν ανταλλάγματα για να τους προσφέρουν καλή τύχη.


Κάπως έτσι είναι οι αυλές στα περισσότερα Αμερικάνικα σπίτια

 

Όπως όλες οι γιορτές και τα έθιμα  κάθε τόπου  αλλοιώνονται και διαφοροποιούνται χάνοντας η προσθέτοντας καινούργια στοιχεία, έτσι και στο  Halloween το μασκάρεμα δέχτηκε νέες τάσεις (απαιτήσεις της εποχής). Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια σέξι κουστούμια, σέξι δασκάλες και νοσοκόμες.

                               Τέτοιες αλλαγές  ας γίνονται, είναι....καλοδεχούμενες.
 

Saturday, October 14, 2017

ΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ


 


 

Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι που σε σκλαβώνουν με την συμπεριφορά τους και την αγάπη τους, τη στιγμή που άλλοι χτίζουν τείχη, όχι στις αυλές τους να μη τους βλέπει ο γείτονας και να μη τον βλέπουν κι αυτοί, αλλά χτίζουν τείχους στις καρδιές τους και κλείνονται στον εαυτό τους.

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα με μια ωραία παρέα στο σπίτι ενός καλού φίλου στα νότια προάστια της Βοστώνης. Μου τηλεφώνησε να με καλέσει και μου λέει: «Μεθαύριο, θα κάνω τα εγκαίνια στην ταβέρνα και θα ήθελα να έρθεις». 
Ταβέρνα έχει ονομάσει την αυλή του σπιτιού του, εκεί όπου μαζεύονται οι φίλοι του χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος, κάποια γιορτή, κάποιο σημαντικό γεγονός, χωρίς καμιά αιτία δηλαδή, έτσι απλά για να περάσουν μια όμορφη βραδιά.

 Και ήταν πράγματι μια όμορφη βραδιά.

 Μια Διονυσιακή βραδιά!!!.

Ο σπιτονοικοκύρης και η σπιτονοικοκυρά είναι δυο διαλεχτοί υπερήφανοι Έλληνες Πατριώτες, που η φιλοξενία τους σε σκλαβώνει. Σε συγκινεί η τρυφερότητα, η ευαισθησία, το φως και η ζεστασιά της ψυχής τους.

Πάνω από την πόρτα που οδηγεί στην αυλή, μια ταμπέλα έγραφε:     
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ.

Στην πόρτα μια μικρή ταμπελίτσα κρεμασμένη από μια αλυσίδα έγραφε:
ΑΝΟΙΚΤΟΝ.

Διαβαίνοντας την πόρτα μείναμε εκστατικοί με το θέαμα που αντικρίσαμε. Τραπεζάκια στρωμένα με τα τραπεζομάντιλα του παλιού καλού καιρού, αυτά τα καρώ με τα μπλε και κόκκινα τετραγωνάκια. Ελληνική μουσική, χαμηλός φωτισμός, πάνω από τα κεφάλια μας μια κληματαριά (γεμάτη σταφύλια) που θα τη ζήλευε ο καλύτερος αμπελουργός.

  
Τα παραδοσιακά Ελληνικά μισόκιλα πανω στα τραπέζια, οι παλιές (αντίκες) αλατοπιπεριέρες, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους με πάντα Ελληνικό περιεχόμενο και θέμα και η τσίκνα από τους πικάντικους μεζέδες του σπιτονοικοκύρη, έφεραν στο νου μας άλλες εποχέες.                          

Μας ταξίδεψαν στις ταβέρνες της Πλάκας, στις ταβέρνες του χωριού με τις μουριές και τις κληματαριές. Στις ταβέρνες που μαζεύονταν οι άνθρωποι να ξεδώσουν, να χαλαρώσουν, να διασκεδάσουν, να γελάσουν, να ξεχάσουν τα ντέρτια και τους καημούς της ζωής.

Όπως τότε γίνονταν όλοι μια παρέα, έτσι έγινε και στην ταβέρνα των φίλων μας. Γίναμε μια παρέα όλοι (συνδαιτυμόνες) όπου ο ταβερνιάρης με την γλυκύτατη σύντροφό του, ικανοποιούσαν την πείνα και τη δίψα μας ασταμάτητα με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη.

Και οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μια την άλλη.

Ο σπιτονοικοκύρης, μοναδικός στο...ψηστήρι και με τη δικής του πατέντας  ψησταριά  (που θα την ζήλευαν επαγγελματίες κατασκευαστές του είδους), δεν άφηνε παραπονούμενο τον ουρανίσκο μας ούτε για μια στιγμή.

 Η γλυκύτατη σύντροφός του με το παραδοσιακό κρεμαστό του παλιού καιρού (το θυμάστε αυτό που ο "μικρός" του καφενείου πήγαινε τους καφέδες στα γύρω γραφεία), φρόντιζε να μη ...στεγνώνει η γλώσσα μας.

 
 Το φαγητό και το ποτό δεν ήταν πάρα η αφορμή για να ενωθούν οι ψυχές σε κάτι ανώτερο.
Οι συζητήσεις, λίγο από όλα. Από την κατάσταση στην Πατρίδα, στους τόπους καταγωγής του καθενός με τα σχετικά πειράγματα, για το πως ξεκίνησε ο κάθε ένας και έφτασε στην Αμερική εκείνα τα σκληρά πέτρινα χρόνια που η Πατρίδα δεν μπορούσε να κρατήσει τους νέους (κυρίως  και έπαιρναν των οματιών τους για μια καλύτερη ζωή.

 Συγκλονιστική η ιστορία του ερχομού στην Αμερική του Γιάννη και του Παύλου με φοιτητική βίζα.

Ο Παύλος αντιμετώπιζε δυσκολίες με τη βίζα και την τελευταία στιγμή του τηλεφώνησε ο Γιάννης. «Έλα γρήγορα στο αεροδρόμιο σου έβγαλα βίζα. Φεύγουμε αμέσως». Δεν είχε αρκετή ώρα στη διάθεσή του ο Παύλος, έπρεπε να βιαστεί γιατί ίσως έχανε το αεροπλάνο.  Κάποιος ταξιτζής αρνήθηκε να τον παει στο αεροδρόμιο γιατί υπολόγισε ότι δε θα προλάβαινε. Ένας άλλος του είπε «θα σε πάω εγώ αλλά θα κοστίσει κάτι πάρα πάνω γιατί θα αναγκαστώ να ..τρέξω» 
Τελικά έφτασε στην ώρα του ο Παύλος στο αεροδρόμιο και ένας φίλος του λέει. «Στην Αμερική πας, πάρε αυτό γιατί εκεί κάνει πολύ κρύο». Του έδωσε ένα ημίπαλτο (μοτγκόμερυ) που φορούσε. Και του χρειάστηκε, γιατί όταν έφτασαν στην Αμερική δεν πάτησαν το...χώμα της, αλλά πάνω σε δυο μέτρα χιόνι γιατί έπεσαν στην καταστρεπτικότερη χιονοθύελλα που έπληττε τη χώρα.  Ήταν Φεβρουάριος του 1978. Όλοι θυμόμαστε εκείνη τη χιονοθύελλα. 
Δε χάθηκαν στη χιονοθύελλα, άντεξαν, όπως άντεξαν σε όλες τις μπόρες και τις καταιγίδες, δημιούργησαν οικογένεια και εκείνο το βράδυ μιλούσαν με υπερηφάνεια για τα κολέγια και τα Πανεπιστήμια που σπουδάζουν τα παιδιά τους. Και δε θα χαθεί κανένας αν έχουμε γύρω μας καλούς ''ταβερνιάρηδες'' φίλους, να πυρωνόμαστε από τη φλόγα της καλοσύνης και της αγάπης τους.
Οι φίλοι μας εκείνο το βράδυ, απέδειξαν οτι δεν έχει σημασία πόσο μεγάλο είναι το σπίτι σου, αλλά πόσο κόσμο χωράει η καρδιά σου.    
 Υπάρχουν άνθρωποι με Αρετές και αξίες που δίνουν νόημα και ουσία στην ανθρώπινη υπόστασή μας, αν έχουμε τα μάτια και τα αυτιά της ψυχής μας πάντα ανοιχτά θα ...τους βρούμε. Θα πρέπει πρώτα να καθαρίσουμε τα δικά μας τζάμια για να δούμε οτι ...τα ρούχα της γειτόνισσας δεν ήταν βρώμικα όπως νομίζαμε. 
 
Ας κρεμάσουμε κι εμείς μια ταμπελίτσα ( όπως ο φίλος μας ) στην πόρτα της καρδιάς μας που να γράφει ΑΝΟΙΚΤΟΝ και ας αφήσουμε τον ήλιο να τη ζεστάνει, ας αφήσουμε το γέλιο ενός παιδιού να την γεμίσει ευτυχία, το κελάηδημα ενός αηδονιού να την πλημμυρίσει χαρά, το άρωμα του γιασεμιού να την γεμίσει άρωμα αγάπης. 
Τότε δε μπορεί ...θα γίνουμε καλύτεροι.

ΥΓ. Ο φίλος με παρακάλεσε να μην δημοσιεύσω φωτογραφίες και θα σεβαστώ την επιθυμία του.