Saturday, July 22, 2017

ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


 



 Αθάνατο Ελληνικό καλοκαίρι με τα πανηγύρια στο... φόρτε τους.

Ανά δυο - τρεις - πέντε μέρες μια γιορτή. Κάποιο εκκλησάκι θα έχει την ... τιμητική του, είτε βρίσκεται στην πλατεία του χωριού, η σε κάποιο ύψωμα, η σε κάποια ρεματιά σκεπασμένο από πανύψηλα πλατάνια που θαρρείς οτι το προστατεύουν από τα …στοιχειά της φύσης.

Οι θρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις - τα θρησκευτικά πανηγύρια - δηλαδή, είναι μια πανάρχαια συνήθεια όπου κατά τη διάρκειά τους γίνεται συνήθως λειτουργία, περιφορά της εικόνας και συνδυάζονταν με την οργάνωση αγορών, που όχι μόνο εξυπηρετούσαν τους πανηγυριστές αλλά και ανέπτυσσαν τις οικονομικές σχέσεις διαφόρων περιοχών.

Τα πανηγύρια διεξάγονται κατά κύριο λόγο σε υπαίθριους χώρους και συνοδεύονται με φαγητό, τραγούδια και χορούς.

Μικροπωλητές και πραματευτάδες ήταν πάντα παρόντες και πολλές φορές οργανώνονται μεγάλες εμποροπανηγύρεις και ζωοπανηγύρεις.

Αυτές οι συνήθειες μεταφέρθηκαν αργότερα στα Χριστιανικά χρόνια, όπου κάθε περιοχή - οικισμός - πανηγύριζε τον προστάτη Άγιό του.

Η σημερινή μορφή του πανηγυριού είναι πολύ διαφορετική από τα παλιά χρόνια. Τότε που δεν υπήρχαν οι ανέσεις που έχουμε σήμερα. Τότε οι άνθρωποι έδιναν το δικό τους αγώνα να επιβιώσουν στα κακοτράχαλα βουνά και στο άγριο τοπίο.

Τα πανηγύρια ήταν μια όαση, μια στιγμή ξενοιασιάς, μια ευκαιρία για διασκέδαση.

Περιμέναμε το πανηγύρι όλο το χρόνο. Θα ερχόταν ξένος κόσμος από τα γύρω χωριά, ενώ δεν ήταν λίγοι οι ξενιτεμένοι που είχαν επιλέξει εκείνη την ημέρα να επισκεφτούν τον τόπο τους.

 


Ντόπιοι οργανοπαίχτες έπιαναν την  άκρη τους στην πλατεία και έστηναν την ορχήστρα τους.

Μπροστά τους, ένα τραπεζάκι με τα ποτηράκια τους (να δροσίζονται οι άνθρωποι) και κάτω από το τραπέζι ένα πανεράκι όπου έριχνε το χρήμα κάθε παρέα που χόρευε. ''Χαρτούρα'' το λέγανε αλλά συνήθως ήταν.. ψιλά γιατί τα χαρτονομίσματα ήταν.. ακριβά.

 



 Χρόνια αργότερα, το ρεύμα έφερε μεγάλες αλλαγές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων του χωριού.

Ορχήστρες με ενισχυτές και ηλεκτρικά όργανα, έδωσαν άλλη διάσταση.

Ο χορός γινόταν σε κάποιο μαγαζί με φαγητό, και κρύα μπίρα. Οι παρέες έπαιρναν σειρά για να χορέψουν. Η ορχήστρα έδινε χαρτάκια με αριθμό ''προτεραιότητας'' και μία-μία οι παρέες χόρευαν τα τραγούδια της αρεσκείας τους.

Ήταν αρκετές οι φορές που γίνονταν και παρεξηγήσεις πάνω στο χορό.

Εγώ έχω κάποια σχέση με τα πανηγύρια κι όσοι έχουν κλείσει τα 39 θα θυμούνται οτι ήμουν μέλος ενός συγκροτήματος.

Θυμάμαι σε  ένα πανηγύρι 21 Μαΐου του Αγ. Κωνσταντίνου στην Πελλάνα, η ορχήστρα φώναξε κατά λάθος δυο παρέες να έρθουν για χορό και έγινε… σύρραξη.

Μια άλλη φορά, στο πανηγύρι του χωριού μας, έρχεται κάποιος και μου λέει: «Ο Κ...έχει νευριάσει και περιμένει όταν τελειώσετε να σε... βαρέσει». Δεν φωνάξαμε - λέει - το νούμερό του, ενώ δεν είχε έρθει η σειρά του ακόμα.

Έχω βέβαια και ωραίες αναμνήσεις.

Σε ένα πανηγύρι της Ζωοδόχου πηγής στα Καλύβια της Σοχάς έξω από τη Σπάρτη σε μια καταπληκτική τοποθεσία με πλατάνια και νερά, έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι μέχρι πρωίας. Ίσως να ήταν χιλιάδες ο κόσμος.

Καθώς η εξέδρα της ορχήστρας ήταν λίγο υπερυψωμένη, έβλεπα μια λαοθάλασσα να χορεύει και να διασκεδάζει. Αισθάνθηκα μια ψυχική ευχαρίστηση γιατί με την κιθάρα μου συνέβαλα κι εγώ σε αυτό.

 
Το μπουζούκι ήταν η μεγάλη μου αγάπη, αλλά για τις ανάγκες του συγκροτήματος έπαιζα κιθάρα.

.
Υπολογιστές (κομπιούτερς) δεν υπήρχαν τότε, αλλά είχαμε αρκετά  ''Likes'' αν κρίνω από την ζήτηση που είχαμε σαν συγκρότημα.

Σπάρτη, Γύθειο μέχρι και  Καλαμάτα είχε φτάσει η ...χάρη μας!.

Σε έναν ''Αμερικάνικο'' γάμο στη Σπάρτη, ο Πατέρας της νύφης έμεινε απόλυτα ευχαριστημένος και το φιλοδώρημα που μας έδωσε, ήταν μεγαλύτερο από την πληρωμή που είχαμε συμφωνήσει.

Αγαπούσα πολύ αυτό που έκανα, διασκέδαζα κι εγώ με τον κόσμο και ποτέ δεν με απασχόλησε το πόσα λεφτά πιάσαμε.

Sfvhhye



 Επειδή όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, έμειναν τα πανηγύρια, άλλαξαν όμως τόπο και τρόπο. Τέρμα οι πλατείες και τα στενόχωρα μαγαζιά. Τέρμα τα χαρτάκια με τις παραγγελιές, τέρμα η ''χαρτούρα'' και οι παρεξηγήσεις.

Πολιτιστικοί σύλλογοι και άλλοι φορείς έχουν ''αναλάβει'' τα πανηγύρια σε μεγαλύτερους χώρους όπως προαύλια σχολείων, ακόμα σε γήπεδα με φημισμένες ορχήστρες που παίζουν ασταμάτητα χορούς και τραγούδια για όλα τα γούστα.

 


Στο όμορφο και πρωτότυπο (για την εποχή) μπαράκι του Μιχάλη Αντώνακα, τη σπηλιά, που ήταν το πρώτο μαγαζί που φιλοξένησε ορχήστρα, ήμουν κι εγώ εκεί δίνοντας… ρεσιτάλ με το μπουζούκι μου.

 



Ήταν η δεκαετία του 1970. Μακρύ μαλλί και καμπάνα παντελόνι

 

 
 
Αθήνα 1973. Τρεις φίλοι, τρεις νέοι, τρία παιδιά, είχανε δημιουργήσει το δικό τους συγκρότημα.

Αριστερά η αφεντιά μου, στο μέσον ο ξάδελφός μου Γιώργος Πουλίδης (εργάζεται στην ΕΡΤ κινηματογραφιστής) και δεξιά ο Σωτήρης (σήμερα επαγγελματίας ντραμίστας).


 

 

          Αμερική. Γάμος, με το συγκρότημα του Κώστα Μακρίδη.
 
                         
             Χρόνια πολλά σε όλους.


 


 

 

2 comments:

  1. Αχ βρε Γιώργο, τι έφερες στο μυαλό μου… Είναι αλήθεια, φίλε μου, δεν χρειαζόμασταν πολλά τότε, σ’ εκείνον τον κόσμο -παραφράζοντας τον ποιητή- τον «μικρό, το μέγα». Λίγα, απλά κι αληθινά, το λίγο, το ελάχιστο, το τίποτα σχεδόν μετέτρεπαν το ταπεινό σε μεγαλειώδες. Μπορεί οι κόσμοι μας να ήτανε μικροί, έμοιαζαν, ωστόσο απέραντοι!

    Τι να τα κάνεις τα «like», φίλε μου, άχρηστα του κερατά και άνευ σημασίας είναι. Δεν ηδονιζόμαστε με τέτοια… Στο πείσμα των καιρών εμείς άλλα φέρνουμε μέσα μας. Συναισθήματα τα λένε νομίζω. Αληθινά!

    Υ.Γ. Παίξε με το μπουζούκι σου το βράδυ «Απόψε θέλω να πιω, θέλω να ξεφύγω από τα όριά μου, να εξομολογηθώ για τα χαμένα όνειρά μου…»
    Για σένα και για μένα. Να το ξενυχτίσουμε!

    ReplyDelete
  2. Στράτο, με συγκίνησαν τα λόγια σου ρε φίλε. Ήταν το νεαρόν της ηλικίας τότε που ανέμελα παιδιά χωρίς πολλές σκοτούρες χωρίς προβλήματα και στρες και κρεβατομουρμούρες, όπου ήταν γάμος και χαρά γιορτή και πανηγύρι τρέχαμε σαν τις μέλισσες που ψάχνουν για την γύρη και κάναμε τον κόσμο μας…απέραντο.
    Κι εγώ δεν δίνω βάρος στα «like», αλλά μου άρεσε ένα σχόλιο στο FB από μια (Λογκανικιώτισα) Κυρία που μένει στον Καναδά: «Τραγουδούσες πολύ ωραία. Γιώργο.
    Σέ θυμάμαι στου Μιχάλη τού Αντώνακα. Μέ τα κορίτσια της θείας Κούλας καθόμαστε κρυφά εκεί στου γέρο Ζερντέ να ακούσουμε. Νοσταλγίες. Νασαι καλά».
    Να και λαθρο-θαμώνες στον Λογκανίκο Στράτο το 1973!. Είμαστε οι εφευρέτες της φοροδιαφυγής. Αυτή η λέξη ήταν άγνωστη τότε.
    Το τραγουδάκι θα το παίξω φίλε μου, όχι σήμερα το βράδυ γιατί δουλεύω, αλλά αύριο που έχω ρεπό.
    Σου το υπόσχομαι και σου το αφιερώνω.
    Την αγάπη μου.

    ReplyDelete