Saturday, August 25, 2018

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΛΛΑΖΕΙ


Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου σε όποιο σημείο της γης κι αν βρίσκεται, είναι ένας βαθύς συναισθηματικός δεσμός που  έχει για τον τόπο όπου γεννήθηκε, είδε το φως της ημέρας, τις πρώτες εικόνες του περιβάλλοντος, τις πρώτες εντυπώσεις από τη ζωή, πράγματα που χαράσσονται ανεξίτηλα στην αγνή ψυχή του που με τον καιρό ωριμάζουν και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του.
 
Επίσης  παίζει αποφασιστικό ρόλο στον συναισθηματικό και ψυχικό του κόσμο και εν γένει στο μέγιστον του κύκλου της ζωής του.  

Αλήθεια.... έχετε νιώσει ποτέ αυτή την αίσθηση που έχει κανείς όταν γυρίζει μετά από πολύ καιρό στο αγαπημένο του χωριό και στο πατρικό του σπίτι;
 

Την αίσθηση που σε κάνει να αγωνιάς και να τρέμεις από προσμονή, λαχτάρα και χαρά γιατί θα γυρίσεις επιτέλους σε κάτι που αγαπάς τόσο πολύ και που είναι κομμάτι του εαυτού σου και της ζωής σου;

Που επιτέλους θα δεις τους φίλους σου, τους γείτονες, τους συγγενείς, ανθρώπους που πίνατε το καφεδάκι μαζί, δουλεύατε μαζί, τους συμμαθητές που παίζατε, σκαρφαλώνατε στις μάντρες, κάνατε του κόσμου τις ζαβολιές;

Κάποιοι έχουν άσπρα μαλλιά, άλλοι καθόλου, άλλοι εγγόνια  και την σχετική κοιλίτσα που σημαίνει το..... προχωρημένον της ηλικίας.

Στο σπίτι σου, καθώς ανοίγεις την πόρτα για να μπεις μέσα, βλέπεις κομμάτια του παρελθόντος σου και τότε έρχονται οι μνήμες σε ντύνουν με τις παιδικές φορεσιές κι αρχίζουν έναν τρελό χορό... δεν θες και πολύ για να ορμήσεις στις αλάνες των παιδικών σου χρόνων.

Το πέτρινο σπίτι σου όπου άνοιξες τα μάτια σου στο φως της ζωής. Εδώ είναι η ρίζα σου, η φύτρα σου έζησαν οι γονιοί σου και οι προγόνοι σου.

Αυτό το σπίτι το έχτισαν με τον τίμιο ιδρώτα τους και άφησαν τα κόκαλά τους. Ίσως να μην υπάρχει κανένας από αυτούς, να έχουν ταξιδέψει το μακρύ και αγύριστο ταξίδι τους αλλά είναι πρόσωπα που δεν μπορείς και δεν πρέπει να λησμονήσεις.


 
Μια ξύλινη μισάντρα για διαμέρισμα, ένα μικρό παραθυράκι για κουφώματα και μια μονόφυλλη εξώπορτα με το ζεμπερέκι.

Εκεί στην γωνιά ήταν το τζάκι όπου τα βράδια δυο χέρια (της Μάνας)  γίνονταν κουβέρτα και σε έκλειναν στη ζεστή τους αγκαλιά.

 

Κάτω στην αυλή η μουριά με τον παχύ ίσκιο, o φούρνος όπου όταν η Μάννα φούρνιζε το ψωμί ζυμωμένο με το προζύμι από βραδύς, μοσχομύριζε όλη η γειτονιά


Η μικρή λαϊσιά (την θυμάστε) μια μικρή συρμάτινη πόρτα που χώριζε την αυλή από το κοτέτσι.
 
Το πλατύσκαλο που δεν πρόσεχες, σκόνταφτες  κι όλο μάτωνες τα γόνατά σου. Κάτι σκουριασμένοι πετρελαιοτενεκέδες που κάποτε η μαντζουράνα, οι βιολέτες και ο βασιλικός, ο πλατύφυλλος και δροσερός στόλιζαν το μπαλκόνι.

Κάθε γωνιά, κάθε σπιθαμή ένα μέρος της ζωής σου που αναδίδει άρωμα των αξέχαστων παιδικών σου χρόνων.

Μια σιδεροστιά στη γωνία, το χαρανί (καζάνι) και από πάνω η αλισίβα για την μπουγάδα.
 
Θυμάσαι όταν σε έλουζε η Μάνα τις φωνές που έβαζες γιατί έτσουζαν τα μάτια σου από το χωριάτικο σαπούνι.

Θαρρείς οτι είναι όλα όπως τα άφησες. Τα θυμάσαι όλα. Ακούς τις φωνές αυτών που περνούσαν στο δρόμο, νομίζεις οτι τους βλέπεις, τους ακούς να σε καλημερίζουν.

Με δυσκολία ανοίγεις την πόρτα στο κατώι και εκεί που προσπαθείς να καθαρίσεις τις αράχνες που γέμισαν το πρόσωπό σου, ένα βουητό, ένας θόρυβος σε ξαφνιάζει καθώς ένα μπουλούκι νυχτερίδες περνούν σαν σίφουνας από μπροστά σου και χάνονται στην μισάνοιχτη πόρτα.

Αυτό ήταν.  Νυχτερίδες και αράχνες!

Ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό!

Δεν άκουσες κανένα να σου λέει καλημέρα, δεν είδες κάποιον να περνάει στο δρόμο, τα παιδιά της γειτονιάς σου δεν σου φώναξαν να παίξετε γιατί δεν υπάρχουν παιδιά.

Το χωριό σου δεν είναι όπως το άφησες. Έχει ερημώσει. Κάποιοι υπερήλικες ανήμποροι και βουβοί κλεισμένοι στα σπίτια τους μετράνε σιωπηλά τις αναμνήσεις τους. 

Οι περισσότεροι έχουν φύγει. Οι νεότεροι τράβηξαν για άλλες πολιτείες, πήραν τον πικρό δρόμο της ξενιτιάς και οι γεροντότεροι τον δρόμο χωρίς γυρισμό.

Ρώτησα για φίλους και γνωστούς και μου είπαν τράβα ίσια, εκεί είναι όλοι θα τους βρεις κάτω απ' τα κυπαρίσσια.

 
 
 

 
Είναι οι άγγελοι της θύμησης τα αγαπημένα γεροντάκια που από την γειτονιά των αιθέρων υφαίνουν και μας στέλνουν με την αύρα αγάπη και χαμόγελο.

 

Βουβό το χωριό με κάποιο λάλημα πετεινού εδώ κι εκεί, με τα χαγιάτια του αδειανά, με τις φράχτες που άνθιζαν, με τους μαντρότοιχους που ρέβουν, βυθισμένο στη μοίρα του χωρίς παράπονο για οτι το βρήκε και έτοιμο για εκείνο που έχει ναρθεί.
 
 

 

Σιωπηλά χαλάσματα με βουβούς ψιθύρους αυτών των κάποτε ζωντανών σπιτιών που παρόλα τα χρόνια που τα βαραίνουν κρατάνε για να ξυπνάνε μνήμες από ένα αλλοτινό ένδοξο παρελθόν που η λησμονιά δεν φαίνεται να έχει τη δύναμη να τα κατακτήσει.


Μόνο η γνώριμη λαλιά της καμπάνας, ο ήχος που παραμένει δυναμικός, ο ήχος που σε καλούσε στη  χαρά και στη λύπη και αναδύει το γύρισμα του ανθρώπου προς κάτι το Ανώτερο έχει μείνει να αντιστέκεται και να ανανεώνει την ημερομηνία λήξης. Ένας ήχος που δεν μπορείς εύκολα να ξεπεράσεις γιατί συγκεντρώνει κοντά του αισθήσεις, ιδανικά και πιστεύω. 

 Και η εκκλησία. Εκεί που όταν σαράντισες σε πήγε η Μάνα σου για ευχές και άνοιξε η ψυχή σου γεμίζοντας φως και πίστη. Στην ίδια εκκλησία που (ίσως) πραγματοποίησες το όνειρό σου, τον κρυφό καημό σου και στεφανώθηκες, ακόμα εκεί έδωσες τον τελευταίο ασπασμό σε αγαπητά και λατρεμένα πρόσωπα.

Σημείωσις: Το χωριό για το οποίο γίνεται λόγος στο κείμενο, είναι ασφαλώς το δικό μου χωριό, ο Λογκανίκος.  Οι συλλογισμοί και τα συμπεράσματα είναι δικά μου.
Δεν ερήμωσαν όλα τα χωριά, λιγόστεψαν οι κάτοικοι, αλλά κάποιοι παραμένουν.

           Χαιρετώ εκείνους που έχουν μείνει, με  τα λόγια του Κώστα Κρυστάλλη:



Καλότυχοι μου χωριανοί
Ζηλεύω τη ζωή σας
Την όμορφή σας τη ζωή
Που χει περίσσιες χάρες.
 
 Του κάμπου τα’ άγρια πουλιά
Γυρνούν απ’ τη βοσκή τους
Μ’ αμέτρητους κελαηδισμούς
Μες στα κλαριά κουρνιάζουν.
 
 Τ  αηδόνι κρύβεται βαθιά
Στ’ αγκαθερά τα βάτα
Και την αγάπη τραγουδά
Με το γλυκό σκοπό του.
 
 Μα πιο πολύ το μαγικό
Ζηλεύω γυρισμό σας
Όταν η μέρα σώνεται
Και βασιλεύει ο ήλιος.
 



 

2 comments:

  1. Απλά αληθινό, για κάθε χωριό, για κάθε ξενητεμένο...
    Ακόμα και για τον ξενητεμένο του Παπαντωνίου!'Ετσι είναι η ζωή, παντού αγαπητέ μου κ.Γιώργο!
    Όπου κι αν ζει ο καθένας, οι αναμνήσεις και οι θύμησες, ακολουθούν!Και όλοι μας, αφού γεννιόμαστε , πεθαίνουμε!Γιαυτό το πιο πολύτιμο του καθενός μας είναι ο χρόνος!Αυτός έχει τέλος!Ας τον αξιοποιούμε!Καλό μήνα, καλό φθινόπωρο!

    ReplyDelete
  2. Έλα όμως που νομίζουμε ότι θα ζήσουμε αιώνια και χάνουμε αυτόν τον πολύτιμο χρόνο.
    Σε ευχαριστώ πολύ κ. Βαρβάρα. Καλό φθινόπωρο και σε σένα.

    ReplyDelete